απλολογία

απλολογία
Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με άλλη παρακείμενη συλλαβή. Η α. είναι συλλαβική ανομοίωση. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εκφώνηση συνεχόμενων συλλαβών, που έχουν τους ίδιους φθόγγους. To φαινόμενο αυτό παρατηρείται τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη νεοελληνική γλώσσα. Π.χ. αμφιφορεύς-αμφορεύς, λαιμόμαργος-λαίμαργος, διδάσκαλος-δάσκαλος, αστροποπελέκι-αστροπελέκι κλπ. Α. θεωρείται και σε μερικές αρχαίες ελληνικές διαλέκτους η αφαίρεση των προθέσεων κατ-, ποτ-.
* * *
η
βλ. ανομοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απλολογία — η (γραμμ.), αποβολή μιας συλλαβής που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με διπλανή της, π.χ. «αστραποπελέκι» «αστροπελέκι», «διδάσκαλος» «δάσκαλος» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φοινίκη — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου στη Χαονία. Γνώρισε μεγάλη ακμή τον 3o αι. π.Χ. Το 230 π.Χ. την κατέλαβαν Ιλλυριοί πειρατές και την κατάστρεψαν. Ξαναχτίστηκε σύντομα και επιβίωσε έως τον 6o αι. μ.Χ. Σώθηκαν αρκετά νομίσματά της, κυρίως των ρωμαϊκών… …   Dictionary of Greek

  • ενενήκοντα — και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα) (άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < *εναν ήκοντα, με αφομοίωση τού α από το ε και αναλογική επίδραση τών τύπων σε ήκοντα (πρβλ. εβδομ ήκοντα, πεντ ήκοντα)… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • άποινα — ἄποινα, τα (Α) 1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα 2. χρηματική αποζημίωση 3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος 4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αγελάτης — ἀγελάτης, ο (Α) 1. αρχηγός αγέλης, δηλ. ομάδας νέων που ανατρέφονταν μαζί (βλ. αγέλη) 2. κατά τον Ησύχιο «ἔφηβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγεληλάτης με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • αλαλογώ — ( άω) είμαι ή γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι («αλαλόγησε το παιδί διάβασε διάβασε» Βηλαράς). [ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + κατάλ. –λογώ, κατά απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • αματροχιά — ἁματροχιά, η (Α) 1. σύγκρουση τροχών 2. (αντί ἁρματροχιά) ίχνη τών τροχών άμαξας επάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχιά*. Η χρήση τής λ. ἁματροχιά, με τη (2) σημ. (τροχιά άρματος) προήλθε πιθ. από τ. *ἁρματροχιά με ανομοίωση τού ρ. ή από τ …   Dictionary of Greek

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”